- ἐμπράκτως
- ἔμπρακτοςwithin one's power to doadverbialἔμπρακτοςwithin one's power to domasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
Ιμαμούρα, Σοέι — (Shohei Imamura, Τόκιο 1926 –). Ιάπωνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Μαζί με τους συμπατριώτες και συναδέλφους του Ναγκίσα Οσίμα και Μασαχίρο Σινόντα, ο Ι. θεωρείται ένας από τους ιστορικούς εκφραστές του νέου… … Dictionary of Greek